υπερμέτρως

υπερμέτρως
ὑπερμέτρως ΝΜΑ, και υπέρμετρα Ν
βλ. υπέρμετρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερμέτρως — ὑπέρμετρος beyond all measure adverbial ὑπέρμετρος beyond all measure masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρμετρος — η, ο / ὑπέρμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει το μέτρο, ο υπερβολικός 2. (μετρ.) αυτός που παραβαίνει τους μετρικούς κανόνες ή αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών μετρικών κανόνων. επίρρ... υπερμέτρως / ὑπερμέτρως ΝΜΑ, και υπέρμετρα Ν… …   Dictionary of Greek

  • κορδέλα — Λέξη που έχει ποικίλες έννοιες και χρήσεις. Έτσι, μπορεί να σημαίνει ταινία από ύφασμα, δέρμα ή άλλη ύλη· μετρική στενή ταινία από κηρωτό ύφασμα για την καταμέτρηση εκτάσεων, οικοπέδων κ.ά.· πριόνι που χρησιμοποιείται στα μηχανικά πριονιστήρια.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”